ἐναλλακτικός

ἐναλλακτικός
ἐναλλ-ακτικός, ή, όν,
A altering,

προαιρέσεως ἐ. σχέσις Placit.1.29.1

: hence, perverse, wanton, Aq.De.22.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εναλλακτικός — ή, ό (AM ἐναλλακτικός, ή, όν) αυτός που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται, που διαδέχεται ή αντικαθιστά άλλον, που μπορεί να μπει στη θέση άλλου («εναλλακτική λύση», «εναλλακτική κίνηση») αρχ. (ειδ.) εναλλάκτης, κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • εναλλακτικός — ή, ό επίρρ. ά που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναλλακτικόν — ἐναλλακτικός altering masc acc sg ἐναλλακτικός altering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναλλακτικήν — ἐναλλακτικός altering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”